20
Ὁ Γιάννης μοὖπε
νά μὴν ἀκουμπάω τὸ κεφάλι μου στόν τοῖχο
ὅταν διαβάζω ἢ ὅταν καπνίζω.
Στή φυλακὴ μοὖπε
γιαυτὸ εἴχανε πάντα πονοκεφάλους.
Τὸ βράδυ ἄρχισε καυγὰς γι’ αὐτούς πού γράψαν δήλωση.
Ὁ Χρόνης εἶπε
πώς ἂν αὐτοὶ βρῆκαν τή δήλωση
ἐμεῖς βρήκαμε νά μὴν ὑπογράφουμε.
Ἐγὼ ἔλεγα πώς ἡ ἀντοχὴ ἔχει ὅρια οἱ ἄνθρωποι εἶν’ ἀπὸ κρέας
ἔλεγα γιά τοὺς σταλινικοὺς καὶ τή μέθοδο
νά τουφεκᾶνε σὰν προδότες τοὺς καλύτερους
κι αὐτοὶ νά οὐρλιάζουνε πεθαίνοντας ΖΗΤΩ ΤΟ ΚΟΜΜΑ.
Ὁ Σήφης εἶπε
ἡ δήλωση εἶν’ ἡ ἀρχή.
Μετὰ ῥωτᾶνε ποιοί εἶναι οἱ φίλοι σου.
Μετά ποῦ μένουν.
Ἐγὼ εἶπα ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ῥέ. Γιατί. Γιά ποιό κόμμα;
Ὁ Γιῶργος εἶπε γι’ αὐτό πού θὰ φτιάξουμε.
Στό τραπέζι εἴμαστε τρεῖς ἐργάτες, 2 δηλωσίες, ὁ Γιῶργος ἄνεργος
καὶ γώ προνομιούχα, φέτο δουλεύω. Καπνίζαμε.
Πίνανε. Ὁ Γιάννης πιὸ πολὺ
- πῶς διάολο θ’ ἀνεβεῖ στό μηχανάκι –
δὲ θέλανε πού μίλαγα ἔτσι.
Ὕστερα ἔφυγα πιὸ μπρός μ’ εἶχε πιάσει ὁ πονοκέφαλος
ἀκούμπαγα πάλι στόν τοῖχο. Δέν ξέρανε πὼς ἤξερα.
Πώς δὲ θὰ ὑπόγραφα ποτέ.
Καὶ γιά κανένα κόμμα.
Πώς ἕνα σακκάκι ἔριξα – Γενάρης 79 –
στήν παγωνιά πού κουβαλᾶν οἱ δηλωσίες…
8
Σάπια./Σάπια θέματα/ μουχλιασμένοι τόμοι ὕπουλες βιβλιοθῆκες
λέξεις τσανακογλύφτες λέξεις δοῦλες / στημένες μηχανὲς
λέξεις κομπίνες
ἐδῶ ἡ ζωὴ μας ταῦρος μὲ καρφωμένα χιλιάδες
φασιστικὰ μαχαιράκια
ξερνάει μαῦρα τὰ αἵματά μας
καὶ σεῖς ζωγραφίζετε νεκρὲς φύσεις
σὲ κλιμακτήριες ἐκδόσεις νά κονομάει ὁ ΕΟΤ.
Κόμματα – σημεῖα στίξης
οἰκολογία – ἀρχαῖοι πρόδρομοι μᾶς δείχνουν δρόμους
μονάχα μὲ τὴν ὄπισθεν
παραχωμένοι σὲ βαθιοὺς λάκκους οἱ καλοὶ
δημόσια ἔργα καὶ τζίφρες ἐπιφανῶν
περνᾶνε ἄσφαλτο πάνω τους
ἕνα μεγάλο στρογγυλὸ κουτὶ σὰν κάλπη ἡ γῆ
να ῥίχνουμε τὴν ψῆφο μας
ὅ,τι χρῶμα καὶ νά παίρνει ἡ σαλαμάντρα
δεξιὰ εἶναι
Κάτι ψόφιες γαζίες ἀναλάβανε τὴν ἄνοιξη
οἱ ῥίζες δέν εἶναι γιά νά γυρίζουμε πίσω
εἶναι γιά νά βγάζουνε κλαριά
ἅμα δὲ βγάζουνε
εἶναι παλούκια καυσόξυλα
ὀδοφράγματα Μπροστὰ Μπροστὰ κι ἄλλο!
τόσο θέλει
ἀπ’ τὴν ὑποταγὴ στήν ἐξέγερση
ἀπ’ τὸ ὅλοι ἢ κανένας
ἀπ’ τὸ ὅλα ἢ τίποτα
καὶ μεῖς / μᾶς μπάζουνε ἀπ’ τὴν εἴσοδο ὑπηρεσίας
στό ποδὶ τρῶμε τ’ ἀποφάγια τους
παλαιομοδίτικο φουλάρι φορᾶμε στό λαιμὸ μας
τὴν ψόφια γάτα τοῦ πολιτισμοῦ
τώρα δέν εἶμαι μονάχη μου πιὰ
ἔχω, ἔπιασα ἐπαφή
δὲ φοβᾶμαι κανένανε
καμώνομαι πώς ζῶ αὐτὴ τή ζωή κι ἑτοιμάζω τὴν ἄλλη
μέρα ντάλα μεσημέρι θ’ ἁρπάξω πινέλα καὶ κουβὰ
θὰ σηκώσουμε τὰ πλακόστρωτα
θὰ κάνω μιά μεγάλη βροχὴ μὲ προκηρύξεις
συνθήματα προτροπῆς
σφαῖρες – λέξεις στό χαρτὶ
γράμματα μὲ πέτσες καὶ αἷμα
ἡ ποιήσή μας ψυχοσωματικὴ –
κανένας σας πιὰ δεν μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει
καὶ τή ζωή μου
κι ὁποῖος κοτάει ἂς κάνει πρὸς τὰ δῶ· χειροβομβίδα
μὲ τραβηγμένη περόνη.
Κατερίνα Γώγου, ἰδιώνυμο
Ποιό να πιάσεις και ποιό ν' αφήσεις. Πολύ ζουμί..
ΑπάντησηΔιαγραφή